θυροφύλαξ
English (LSJ)
[φῠ], ᾰκος, ὁ,
A door-keeper, Sch.Il.22.69, prob. in Fronto Epig.Gr.5.1.
German (Pape)
[Seite 1227] ακος, ὁ, der Thürwächter, Schol. Il. 22, 69.
Greek (Liddell-Scott)
θυροφύλαξ: ὁ, ὁ φυλάττων τὴν θύραν, θυρωρός, Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 69· ῥομφαία θ. Ἐκκλ.