ου, ὁ,
A one that treads or covers, expld. by πίθηκος, ἀναβάτης, Id.
[Seite 439] ὁ, der Bespringer, Beschäler, Hesych.
βάτης: -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ πατῶν ἢ βατεύων, Ἡσύχ.· -ἐντεῦθεν, βατήριον ἐς λέχος ἐλθεῖν, ὅ ε. εἰς ὀχείαν, Ψευδο-Φωκ. 175.