ταμεῖον

Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

   A v. ταμιεῖον. τᾰμέσθαι, v. τέμνω.

German (Pape)

[Seite 1065] τό, = ταμιεῖον; Strab. 6, 2, 7 bei Kramer; Luc. rhet. praec. 17.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμεῖον: τό, = ταμιεῖον, Βαβρ. 108. 2, Πλούτ. 2. 9Ε, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. συγγραφ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 493, ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 202.