ον, (δέομαἰ
A not wanting a thing, Antipho Soph. 10. II inexorable, Ptol.Tetr.159; cf ἀδεύητος.
[Seite 32] = ἀνενδεής, Antipho Harpocr. 5, 8.
ἀδέητος: -ον, (δέομαι) ὁ μὴ ἔχων ἀνάγκην τινός, ὁ μηδενὸς δεόμενος, Ἀντιφῶν παρὰ Σουΐδ. πρβλ. ἀδεύητος.