ἀνενδεής

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνενδεής Medium diacritics: ἀνενδεής Low diacritics: ανενδεής Capitals: ΑΝΕΝΔΕΗΣ
Transliteration A: anendeḗs Transliteration B: anendeēs Transliteration C: anendeis Beta Code: a)nendeh/s

English (LSJ)

ἀνενδεές,
A in want of naught, Plu.2.1068c, AP10.115; sup., Plot.6.9.6, Dam.Pr.13; πάντων ἀ. βίος Hdn.8.7.5; τὸ ἀνενδεὲς τῆς τροφῆς IG5(2).268.17 (Mantinea, Aug.). Adv. ἀνενδεῶς = faultlessly, unexceptionably, D.H.Rh.1.5, D.Chr.12.34; ἀ. ἐκτελέσας CIG3989(Laodicea Combusta), cf. 4085 (Pessinus), SIG888.21 (Maced.), PLond. 3.974i4 (iv A.D.).
2 completely, Iamb.Comm.Math.10.
3 with no need of, βοηθείας Jul.Mis.341c.

Spanish (DGE)

-ές
I 1de pers. que no necesita c. gen. obj. ἀγαθῶν Plu.2.1068c, abs. AP 10.115
de Dios autosuficiente Iust.Phil.Dial.23.2
de abstr. carente de necesidades (τὸ ἕν) δεῖ ... αὐταρκέστατον καὶ ἀνενδεέστατον εἶναι (el Uno) debe ser en sumo grado independiente y carente de necesidades Plot.6.9.6, τὸ θεῖον Sallust.15.1, βίος Hdn.8.7.5, de la filosofía, M.Ant.2.17.
2 neutr. subst. τὸ ἀνενδεές = la abundancia τῆς τροφῆς IG 5(2).268.17 (Mantinea I a./d.C.), cf. Dam.Pr.9.
II adv. ἀνενδεῶς
1 sin necesidad de ἀ. ἔχοντα τῆς βοηθείας Iul.Mis.341c.
2 completamente καὶ πάντα περιείληφεν ἐν ἑαυτῇ τελέως καὶ ἀνενδεῶς Iambl.Comm.Math.10
completamente, intachablemente ἀνενδεῶς τούς τε φόρους καὶ τὰ λοιπὰ ἐπιτάγματα συνετέλουν IGBulg.4.2236.28 (Escaptopara, Tracia III d.C.), ὁ ἀγὼν καὶ ἀνενδεῶς κεκραμένος D.H.Rh.1.5, cf. D.Chr.12.34, PLond.974.1.4 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 223] ές, nicht dürftig, reichlich; nicht bedürfend, Plut. adv. St. 20; ἀν. ὁ θεός Zenob. 1, 17. – Adv. ἀνενδεῶς, Ep. ad. 459 (XII, 115).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
parfait.
Étymologie: , ἐνδεής.

Russian (Dvoretsky)

ἀνενδεής: ни в чем не испытывающий недостатка (σοφός Plut.; ζῶν λογισμῷ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνενδεής: -ές, ὁ μὴ ἔχων χρείαν, Πλουτ. 2.1068C, Ἀνθ. Π. 10. 115. - ὁ Ἀμμών. ἐν λέξει πλούσιος λέγει: «εὔπορος δὲ ὁ πρὸς τὰς ἐπιβάλλουσας τύχας ἀνενδεής». ― Ἐπιρρ. -εῶς ἄνευ ἐλλείψεως ἀγὼν ἀνενδεῶς κεκραμένος καὶ ῥώμῃ σωμάτων καὶ καλλιφωνίᾳ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5· ἀνενδ. τελέσας Συλλ. Ἐπιγρ. 3989, 4085.

Greek Monolingual

ἀνενδεής, -ές (AM)
μη ενδεής, εκείνος που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτάρκης.

Greek Monotonic

ἀνενδεής: -ές, αυτός που δεν έχει ανάγκη, σε Ανθ.

Middle Liddell

in want of naught, Anth.