ἀνενδεής
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ἀνενδεές,
A in want of naught, Plu.2.1068c, AP10.115; sup., Plot.6.9.6, Dam.Pr.13; πάντων ἀ. βίος Hdn.8.7.5; τὸ ἀνενδεὲς τῆς τροφῆς IG5(2).268.17 (Mantinea, Aug.). Adv. ἀνενδεῶς = faultlessly, unexceptionably, D.H.Rh.1.5, D.Chr.12.34; ἀ. ἐκτελέσας CIG3989(Laodicea Combusta), cf. 4085 (Pessinus), SIG888.21 (Maced.), PLond. 3.974i4 (iv A.D.).
2 completely, Iamb.Comm.Math.10.
3 with no need of, βοηθείας Jul.Mis.341c.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de pers. que no necesita c. gen. obj. ἀγαθῶν Plu.2.1068c, abs. AP 10.115
•de Dios autosuficiente Iust.Phil.Dial.23.2
•de abstr. carente de necesidades (τὸ ἕν) δεῖ ... αὐταρκέστατον καὶ ἀνενδεέστατον εἶναι (el Uno) debe ser en sumo grado independiente y carente de necesidades Plot.6.9.6, τὸ θεῖον Sallust.15.1, βίος Hdn.8.7.5, de la filosofía, M.Ant.2.17.
2 neutr. subst. τὸ ἀνενδεές = la abundancia τῆς τροφῆς IG 5(2).268.17 (Mantinea I a./d.C.), cf. Dam.Pr.9.
II adv. ἀνενδεῶς
1 sin necesidad de ἀ. ἔχοντα τῆς βοηθείας Iul.Mis.341c.
2 completamente καὶ πάντα περιείληφεν ἐν ἑαυτῇ τελέως καὶ ἀνενδεῶς Iambl.Comm.Math.10
•completamente, intachablemente ἀνενδεῶς τούς τε φόρους καὶ τὰ λοιπὰ ἐπιτάγματα συνετέλουν IGBulg.4.2236.28 (Escaptopara, Tracia III d.C.), ὁ ἀγὼν καὶ ἀνενδεῶς κεκραμένος D.H.Rh.1.5, cf. D.Chr.12.34, PLond.974.1.4 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 223] ές, nicht dürftig, reichlich; nicht bedürfend, Plut. adv. St. 20; ἀν. ὁ θεός Zenob. 1, 17. – Adv. ἀνενδεῶς, Ep. ad. 459 (XII, 115).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
parfait.
Étymologie: ἀ, ἐνδεής.
Russian (Dvoretsky)
ἀνενδεής: ни в чем не испытывающий недостатка (σοφός Plut.; ζῶν λογισμῷ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενδεής: -ές, ὁ μὴ ἔχων χρείαν, Πλουτ. 2.1068C, Ἀνθ. Π. 10. 115. - ὁ Ἀμμών. ἐν λέξει πλούσιος λέγει: «εὔπορος δὲ ὁ πρὸς τὰς ἐπιβάλλουσας τύχας ἀνενδεής». ― Ἐπιρρ. -εῶς ἄνευ ἐλλείψεως ἀγὼν ἀνενδεῶς κεκραμένος καὶ ῥώμῃ σωμάτων καὶ καλλιφωνίᾳ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5· ἀνενδ. τελέσας Συλλ. Ἐπιγρ. 3989, 4085.
Greek Monolingual
ἀνενδεής, -ές (AM)
μη ενδεής, εκείνος που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτάρκης.
Greek Monotonic
ἀνενδεής: -ές, αυτός που δεν έχει ανάγκη, σε Ανθ.