νυκτοπότιον
English (LSJ)
τό,
A night-cup, Sm.1 Ki. 26.11.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοπότιον: τό, νυκτερινὸν ποτόν, Σύμμαχ. ἐν Π. Δ. (Α΄ Βασιλ. ΚϚ΄ 11).
τό,
A night-cup, Sm.1 Ki. 26.11.
νυκτοπότιον: τό, νυκτερινὸν ποτόν, Σύμμαχ. ἐν Π. Δ. (Α΄ Βασιλ. ΚϚ΄ 11).