νυκτοπότιον

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτοπότιον Medium diacritics: νυκτοπότιον Low diacritics: νυκτοπότιον Capitals: ΝΥΚΤΟΠΟΤΙΟΝ
Transliteration A: nyktopótion Transliteration B: nyktopotion Transliteration C: nyktopotion Beta Code: nuktopo/tion

English (LSJ)

τό, night-cup, Sm.1 Ki. 26.11.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοπότιον: τό, νυκτερινὸν ποτόν, Σύμμαχ. ἐν Π. Δ. (Α΄ Βασιλ. ΚϚ΄ 11).

Greek Monolingual

νυκτοπότιον, τὸ (Α)
ποτό που πίνεται τη νύχτα, νυχτερινό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ποτόν].