πάντοσε

Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

Adv.

   A every way, in all directions, π. ἐποίχεσθαι Il.5.508; φοιτᾶν 12.266; παπταίνειν 13.649, etc.; cf. ἔϊσος: in Prose, X.An.7.2.23, HG7.4.4, Arist.de An.413a29: c. gen., π. θειλοπέδων AP9.668.10 (Marian.).

German (Pape)

[Seite 464] überall hin; ἐποιχόμενος, Il. 5, 108; παπταίνων, 13, 649 u. öfter; ἀσπίδα πάντοσ' ἐΐσην, nach allen Seiten gleich gerundet; auch in Prosa, Xen. An. 7, 2, 23 Hell. 7, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πάντοσε: Ἐπίρρ., πρὸς πάντα τὰ μέρη, π. ἐποίχεσθαι Ἰλ. Ε. 508· φοιτᾶν Μ. 266· παπταίνειν Ν. 649, κτλ.· (ἴδε ἐν λ. ἔϊσος)· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 23, Ἑλλ. 7. 4, 4· - μετὰ γενικῆς, ἐρισταφύλων π. θειλοπέδων Ἀνθ. Π. 9. 668, 10.