ἔϊσος

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔϊσος Medium diacritics: ἔϊσος Low diacritics: έϊσος Capitals: ΕΪΣΟΣ
Transliteration A: éïsos Transliteration B: eisos Transliteration C: eisos Beta Code: e)/i+sos

English (LSJ)

η, ον [ῑ], Ep. form of ἶσος,
A alike, equal, Hom., only fem. sg. and pl., always in set phrases (exc. [ἵππους]..σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐΐσας equal in height, Il.2.765):
1 most freq. of a feast, equal, i.e. equally shared, of which each partakes alike, especially of sacrificial feasts or of meals given to a stranger (for on other occasions the greatest men had the best portions), δαιτὸς ἐΐσης 1.468,al.
2 ofships, even or well-balanced, νηὸς ἐΐσης 15.729; νῆες ἐῗσαι Od.5.175,al.
3 of a shield, evenly balanced, ἀσπίδα πάντοσ' ἐΐσην Il.12.294, 13.157, 160, etc.
4 of the mind, even, well-balanced, φρένας ἔνδον ἐΐσας Od. 11.337, 14.178.

Russian (Dvoretsky)

ἔϊσος: только f ἐΐση (ῑ) (= ἴσος, ион. ἶσος)
1 равный, на котором все равны (δαίς Hom.);
2 ровный, ровно округленный (ἀσπίς Hom.): ἵπποι σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐῗσαι Hom. кобылицы одинакового роста в хребте;
3 соразмерно построенный (νηῦς Hom.);
4 уравновешенный, спокойный (φρένες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔϊσος: η, ον ῐ, Ἐπ. τύπος ὡς τὸ ἶσος, = ἴσος, ὅμοιος, Ὅμ., ὅστις ὅμως μεταχειρίζεται τοῦ ἐπιθ. τούτου μόνον τὸ θηλ. ἑνικ. καὶ πληθ., καὶ μόνον εἰς τὰς ἑξῆς φράσεις: 1) ἐπὶ εὐωχίας, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης, οὐκέτι δὲ ἡ ψυχή τινος ἐνδεὴς ἦν τροφῆς «πᾶσιν ὁμοίας, ἢ ἰσομοίρου ἢ μεριστῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 468, 602, κτλ.˙ ἡ λέξις ἦτο κυρίως ἐν χρήσει ἐπὶ τῶν ἐν θυσίαις γινομένων εὐωχιῶν καὶ ἐν ἑστιάσει ξένου (διότι ἐν πάσῃ ἄλλῃ περιπτώσει οἱ ἐξοχώτεροι ἄνδρες ἐλάμβανον τὰ ἐκλεκτότατα μέρη)˙ αὕτη εἶναι ἡ συνηθεστάτη τῆς λέξεως χρῆσις. 2) ἐπὶ νεῶν, ἰσόρροπος, ἰσοκλινής, νηὸς ἐΐσης Ἰλ. Ο. 729, Ὀδ. Γ. 10˙ νῆες ἐῖσαι Ε. 175, Ζ. 271˙ νῆας ἐΐσας Ἰλ. Α. 306, Β. 671, κτλ.˙ νηυσὶν ἐΐσῃς Ὀδ. Δ. 578, πρβλ. ἀμφιέλισσα. 3) ἐπὶ ἀσπίδος, ἴση πανταχόθεν, δηλ. ἐντελῶς στρογγύλη, ἀσπίδα πάντοσ’ ἐΐσην Ἰλ. Μ. 294, Ν. 157, 160, κτλ. 4) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἰσόρροπος, ὀρθός, φρόνιμος, δίκαιος, Λατ. mens aequa, φρένας ἔνδον ἐΐσας Ὀδ. Λ. 337, Ξ. 178, Σ. 248.

Greek Monotonic

ἔϊσος: -η, -ον[ῑ], Επικ. τύπος του ἶσος, όμοιος, ίσος, ομότιμος·
1. λέγεται για συμπόσιο, γλέντι, όμοια, δηλ. ισομοιρασμένα, στα οποία καθένας συμμετέχει όμοια, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πλοία, επίπεδα, ομαλά ή ισορροπημένα, σε Όμηρ.
3. λέγεται για μια ασπίδα ίση από όλες τις πλευρές, δηλ. ολοστρόγγυλη, εντελώς στρογγυλή, σε Ομήρ. Ιλ.
4. χρησιμοποιείται για το μυαλό, ορθός, ισορροπημένος, Λατ. aequus, σε Ομήρ. Οδ.