Att. πιττ-, ἡ,
A compound of asphalt and pitch, Dsc.1.73, Plin.HN24.41, etc.
[Seite 619] ἡ, Erdpech mit Theer gemischt, Diosc.
πισσάσφαλτος: ἡ, κρᾶμα πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ.