κρᾶμα

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾶμα Medium diacritics: κρᾶμα Low diacritics: κράμα Capitals: ΚΡΑΜΑ
Transliteration A: krâma Transliteration B: krama Transliteration C: krama Beta Code: kra=ma

English (LSJ)

-ατος, τό, (κεράννυμι)
A mixture, Ti.Locr.95e, Plu.2.1109e, etc.; κ. ψυχῆς καὶ σώματος Ph.1.372; esp. mixed wine, LXX Ca.7.2, OGI383.148 (Nemrud Dagh, i B. C.), Plu.2.140f, Dsc.1.113 (misspelt κραμμα PMag.Lond.121.174); also of medicines, Hp.Mul.2.211, Archig. ap. Gal.13.265.
2 = χρέμμα, Aristipp. ap. D.L.2.67.
3 alloy of metals, Str.13.1.56. κραμάσαι, v. κρεμάννυμι.

German (Pape)

[Seite 1499] τό (κεράννυμι), die Mischung; ὡς ἓν κρᾶμα ἐκ δύο τουτέων εἶμεν Tim. Locr. 95 e; Sp., wie Plut.; bes. ein gemischter Trank, sowohl von dem mit Wasser gemischten Wein, als von Arzneien; – auch von der Luft, Temperatur, Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 mélange, mixtion;
2 vin trempé.
Étymologie: R. Κρα de Καρ, cf. κρατήρ et κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κρᾶμα: ατος τό κεράννυμι
1 смесь (ἐκ δύο τουτέων Plat.);
2 разбавленное водою вино Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾶμα: τὸ, (κεράννυμι) πᾶν κεκραμένον πρᾶγμα, μῖγμα, Τίμ. Λοκρ. 95E, Πλούτ. 2. 1109E, κτλ.· ἰδίως κεκραμένος οἶνος, Πλούτ. 2. 140F, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. H΄, 2).

Greek Monolingual

το (Α κρᾱμα, -άματος)
1. μίγμα, ένωση δύο πραγμάτων («κρᾱμα ψυχῆς καὶ σώματος», Φίλ.)
2. μεταλλικό προϊόν που προκύπτει από την ενσωμάτωση ενός ή περισσότερων χημικών στοιχείων σε ένα μέταλλο (α. «κράμα χρυσού και αργύρου» β.«ἥ προσλαβοῦσα χαλκὸν τὸ καλούμενον γίνεται κρᾱμα, ὅ τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι», Στράβ.)
νεοελλ.
σύνθεση ανθρώπινων ιδιοτήτων
αρχ.
φλέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρα- του κεράννυμι, πρβλ. αόρ. β' -κρά-θην].