ἀσπονδεί
English (LSJ)
(also ἀσπονδ-ί, SIG110 (Rhodes, v B.C.), 187 (Cnidus, iv B. C.), Adv. of ἄσπονδος:—
A without truce, implacably, πολεμεῖν Ph.2.195; φονᾶν ib.423. II of peace, without formal treaty, ἀσυλεὶ καὶ ἀ. SIG168.9 (Erythrae, iv B.C.), IPE2.1 (Panticapaeum, iv B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 374] ohne Versöhnung, ohne Bündniß, Sp., s. ἄσπονδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπονδεί: ἐπίρρ. τοῦ ἄσπονδος, ἄνευ σπονδῶν, ἄνευ ἀνοκωχῆς, ἀδιαλλάκτως, πολεμεῖν Φίλων 2. 195. ΙΙ. ἀλλὰ καὶ ἐν καιρῷ εἰρήνης, ἄνευ ἐπισήμου συνθήκης, ἀσυλεὶ καὶ ἀσπονδεὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2134 β. 21., 2256. 16., 2354. 9, πρβλ. 2053. 9, κ. ἀλλ. καὶ διὰ τοῦ ι, ἀσυλὶ καὶ ἀσπονδὶ 3523.