[Seite 281] Holz verderbend, σκωλήκιον, Arist. H. A. 5, 32.
ξῠλοφθόρος: ὁ, σκωλήκιόν τι φθεῖρον τὸ ξύλον, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 3.