ἀρτύς

Revision as of 10:51, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

σύνταξις, Hsch.; cf. ἀρτύν· φιλίαν καὶ σύμβασιν ἢ κρίσιν, Id. (cf. ἀραρίσκω, ἀρθμός).

German (Pape)

[Seite 363] ύος, ἡ, ion. = ἀρθμός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτύς: -ύος, ἡ, (*ἄρω) Ἴων. ἀντὶ ἀρθμός, «ἀρτύν. φιλίαν, καὶ σύμβασιν, καὶ κρίσιν» Ἡσύχ., «ἀρτύς· σύνταξις» ὁ αὐτ. Ἡσύχ.