προεπαγγέλλω
English (LSJ)
A announce before, ὡς μαντευσόμενοι D.C.38.13; π. σφίσιν αὐτὸ τοῦθ' ὅπως . . Id.40.32:—Pass., εὐλογία -ηγγελμένη 2 Ep.Cor.9.5; τὰ -ηγγελμένα matters on which orders had been issued, Arr. An.6.27.1. II canvass for an office before, D.C.39.31. III Med., announce before, εὐαγγέλιον Ep.Rom.1.2:—Pass., to be promised before, D.C.42.32, 46.40.
German (Pape)
[Seite 721] vorher ankündigen, Sp., wie D. Cass. 40, 32 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προεπαγγέλλω: προαγγέλλω, Δίων Κ. 38. 13· πρ. τινὶ ὅπως…, ὁ αὐτ. 40. 32. ΙΙ. προεπιδιώκω, προθηρεύω, ὁ αὐτ. 39. 31. ΙΙ. Μέσ., προϋπισχνοῦμαι, ὁ αὐτ. 42. 32., 46. 40, Καιν. Διαθ.