δενδροφυής
English (LSJ)
ές,
A tree-like, Lyr.Adesp.84.7.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροφυής: -ές, ὡς δένδρον αὐξηθείς, Πίνδ. (Ὠριγ. 16, 3127. Migne).
ές,
A tree-like, Lyr.Adesp.84.7.
δενδροφυής: -ές, ὡς δένδρον αὐξηθείς, Πίνδ. (Ὠριγ. 16, 3127. Migne).