μελάνδειρος
English (LSJ)
ὁ, a small bird, Id.
German (Pape)
[Seite 119] ὁ, Schwarzkehlchen, ein Vogel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδειρος: ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.
ὁ, a small bird, Id.
[Seite 119] ὁ, Schwarzkehlchen, ein Vogel, Hesych.
μελάνδειρος: ὁ, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον μέλανα, πτηνόν τι, Ἡσύχ.