πολυπόρευτος

Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A much-travelled, Hsch. s.v. πολύστιπτος, Phot. s.v. πολυστείνοις.

German (Pape)

[Seite 669] viel gegangen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπόρευτος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος πολυπάτητος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύστιπτος.