πολύστιπτος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
πολύστιπτον, much-trodden, Hsch. (πολύστικτος cod.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύστιπτος: -ον, «πολυπόρευτος» Ἡσύχ. (Κῶδ. πολύστικτος).
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πολυπόρευτρς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στιπτός (< στείβω «βαδίζω»)].