πολύστιπτος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστιπτος Medium diacritics: πολύστιπτος Low diacritics: πολύστιπτος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΙΠΤΟΣ
Transliteration A: polýstiptos Transliteration B: polystiptos Transliteration C: polystiptos Beta Code: polu/stiptos

English (LSJ)

πολύστιπτον, much-trodden, Hsch. (πολύστικτος cod.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύστιπτος: -ον, «πολυπόρευτος» Ἡσύχ. (Κῶδ. πολύστικτος).

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πολυπόρευτρς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στιπτός (< στείβω «βαδίζω»)].