ἔνδεσμα

Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A amulet, Dsc.2.114.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδεσμα: τό περίαμμα, περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ τέλος· - πρβλ. ἔνδεμα.