ἀνύπεικτος
English (LSJ)
ον,
A unyielding, hard, Suid.
German (Pape)
[Seite 266] nicht nachgebend, hart, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύπεικτος: -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, ἀνυποχώρητος, ἀνένδοτος, τὰς … ἀνυπείκτους ψυχὰς Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 606C., Σουΐδ.