ἀνυποχώρητος
From LSJ
English (LSJ)
gloss on ἀνύπεικτος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυποχώρητος: -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀνύπεικτος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνυποχώρητος, -ον)
αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, ανένδοτος.
Full diacritics: ἀνυποχώρητος | Medium diacritics: ἀνυποχώρητος | Low diacritics: ανυποχώρητος | Capitals: ΑΝΥΠΟΧΩΡΗΤΟΣ |
Transliteration A: anypochṓrētos | Transliteration B: anypochōrētos | Transliteration C: anypochoritos | Beta Code: a)nupoxw/rhtos |
gloss on ἀνύπεικτος, Hsch.
ἀνυποχώρητος: -ον, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀνύπεικτος.
-η, -ο (Μ ἀνυποχώρητος, -ον)
αυτός που δεν υποχωρεί, που δεν ενδίδει, ανένδοτος.