ον,
A many-oared, AP7.295.
[Seite 673] vielruderig, ναυτιλία, Leonid. Tar. 91 (VII, 295).
πολύσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς σκαλμούς, πολύκωπος, Ἀνθ. Π. 7. 295.