ἀνθρᾰκουργία: ἡ, (ἔργον) ἡ ἐν τῇ κατασκευῇ τῶν ἀνθράκων καῦσις, μεταφρ., ἡ ἐντός τῆς καρδίας γινομένη καῦσις, ἁδρὰν λαβὼν ἔρωτος ἀνθρακουργίαν Νικητ. Εὐγεν. 2. 120.