μυχλός

Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for

   A stallionass, Id.; cf. μύκλα.

German (Pape)

[Seite 224] s. μύκλα.

Greek (Liddell-Scott)

μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».