σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for
A stallionass, Id.; cf. μύκλα.
[Seite 224] s. μύκλα.
μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».