σκολιός
English (LSJ)
ά, όν,
A curved, bent (opp. ὀρθός, εὐθύς), σ. σίδηρος Hdt.2.86; σ. σκίπωνι E.Hec.65 (anap.); of rivers and paths, winding, ποταμός Hdt. 1.185, cf. 2.29; Μαίανδρος σ. εἰς ὑπερβολήν Str.12.8.15; οἶμος, ἀτραπός, etc., A.R.4.1541, Nic.Th.478, etc.; ῥηγμῖνες Arist.Mete.367b14; λαβύρινθος Call.Del.311; πλέγμα ἕλικος AP7.24 (Simon.); πλοκαμῖδες Nonn. D. 14.182; twisted, tangled, βάτος AP7.315 (Zenod. or Rhian.), cf. 11.33 (Phil.); ἐς τὸ σ. Hp.Art.37.
2 bent sideways, δουλείη κεφαλή, σκολιή Thgn.536; γένυες Pi.Fr.203; ἵππος σ. crooked made or going askew, Pl.Phdr.253d.
II metaph., crooked, i.e. unjust, unrighteous, θέμιστες Il.16.387; μῦθοι, δίκαι, Hes.Op.194,221; αἰ σκολιὰν (sc. ῥήτραν) ὁ δᾶμος ἕλοιτο, Spartan law ap. Plu.Lyc.6; λόγος Thgn.1147; ἀπάται Pi.Fr.213; πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς Id.P.2.85; riddling, obscure, ῥημάτια Luc.Bis Acc.16; τὸ σ. τῆς εἰσόδου (into true science) Vett.Val.250.23: rarely of men, ἰθύνει σκολιόν makes the crooked one straight, Hes.Op.7; σ. καὶ φοβερός Plu.2.551f: with Verbs, σκολιὰ φρονεῖν, opp. εὐθὺς ἔμμεν, Scol.16; σ. πράττειν Pl.Tht. 173a; τυφλὰ καὶ σ. Id.R.506c, cf. Grg.525a; σκολιά, τά, indirect methods, Cic.Att.13.39.2. Adv. σκολιῶς Hes.Op.258,262; σ. ἔχοντος τοῦ χρησμοῦ D.S.16.91; εἰς πλάγια καὶ σκολιά Pl.Tht.194b.
III σκολιόν, τό, intestine, σπλάγχανα καὶ νεφρὸν καὶ σκολιόν SIG1002.5 (Milet., v/iv B.C.), cf. Schwyzer 721.23 (Mycale, iv B.C.), al.
German (Pape)
[Seite 902] (nach den Alten von σκέλλω, durch Trockenheit gekrümmt?), krumm, gebogen; σκίπων, Eur. Hec. 65; σίδηρος, Her. 2, 86; gewunden, geschlängelt, übh. ungrade, Gegensatz v. ὀρθός, ὄρθιος; dah. auch schief, schräg, εἰς πλάγια καὶ σκολιὰ τυποῦσα, Plat. Theaet. 194 b; verdreht, u. bes. häufig übertr., unredlich, falsch, tückisch, hinterlistig, σκολιαὶ θέμιστες Il. 16, 387, μῦθοι Hes. O. 194, δίκαι 221. 252; auch adv. σκολιῶς, 260. 264; im eigtl. Sinne, ὁδοί, Pind. P. 2, 85; ἀπάται, frg. 232; λαβύρινθος, Callim. Del. 311; seltener von Menschen, Hes. O. 7; σκολιὰ φρονεῖν, Scol. 14 Jac.; σκολιὸν λέγειν, Ar. Vesp. 1240, Schol. κολακικόν; εὐθύνει δὲ δίκας σκολιάς, Solon v. 36 bei Dem. 19, 255; πάντα σκολιὰ ὑπὸ ψεύδους καὶ ἀλαζονείας, Plat. Gorg. 525 a; πράττειν σκολιά, Theaet. 173 a. – Strab. XIV setzt ἔργα σκολιά den ξόανα ἀρχαῖα gegenüber, die man auf künstliche Bildsäulen gedeutet hat, es muß aber Σκοπάδια heißen, od. Σκόπα. – Dunkel ist σκολιῶν ὄρθρων κνίσματα δακρυχαρῆ Mel. 102 (V, 166).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 oblique, tortueux;
2 fig. tortueux, sans franchise.
Étymologie: R. Σκαρ, aller de côté et d'autre ; cf. σκαίρω, σκιρτάω ; cf. σκαληνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκολιός -ά -ον [~ σκέλος] krom krom, gebogen, scheef; σ. σίδηρος een krom ijzer (van een haak) Hdt. 2.86; van rivieren en wegen kronkelend. σ.... κατάπερ ὁ Μαίανδρός kronkelend zoals de Maeander Hdt. 2.29. overdr. krom, verkeerd, onrechtvaardig, oneerlijk. θέμιστες wetten Il. 16.387; πράττειν σκολιά oneerlijke dingen doen Plat. Tht. 173a.
Russian (Dvoretsky)
σκολιός:
1 кривой, изогнутый (σίδηρος Her.; σκίπων Eur.);
2 извилистый (ποταμός Her.; ὁδός Pind.);
3 сгорбленный (ἵππος Plat.);
4 запутанный (ῥημάτια Luc.);
5 неправедный, неправый (θέμιστες Hom.);
6 лукавый, коварный (ἀπάται Pind.);
7 лживый, ложный (μῦθοι Hes.). - см. тж. σκολιά.
English (Autenrieth)
crooked; met., ‘perverse,’ ‘unrighteous’ (opp. ἶθύντατα), Il. 16.387†.
English (Slater)
σκολῐός
a curving κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Boeckh: -ιαὶ, -ιοὺς, -ιοῖς codd.: cf. c. infra) fr. 203. 3.
b winding λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι, ἀλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (cf. c. infra) (P. 2.85)
c crooked, cunning πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213.
English (Strong)
from the base of σκέλος; warped, i.e. winding; figuratively, perverse: crooked, froward, untoward.
English (Thayer)
σκολιά, σκολιόν (opposed to ὀρθός, ὄρθιος, εὐθύς (cf. σκώληξ)), from Homer down, crooked, curved: properly, of a way (τά σκολιά, ἡ εὐθεῖα namely, ὁδός, from perverse, wicked: ἡ γενεά ἡ σκολιά, διεστραμμένη added, unfair, surly, froward (opposed to ἀγαθός καί ἐπιεικής), 1 Peter 2:18.
Greek Monotonic
σκολιός: -ά, -όν, αυτός που έχει λυγιστεί, περιπεπλεγμένος, συνεστραμμένος, ελικοειδής, λοξός, γυριστός, καμπύλος, κυρτός, Λατ. obliquus, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· αυτός που έχει λυγιστεί προς την άλλη μεριά, στραβός, ανάποδος, ανώμαλος, στρεβλός, δουλείη κεφαλή, σκολιή (stat capite obstipo, σε Οράτ.), σε Θέογν.· μεταφ., διεστραμμένος, πανούργος, κακότροπος, δηλ. άδικος, ανειλικρινής, δόλιος, ψευδής, στριμμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· σκολιὰ πράττειν, εἰπεῖν, σε Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. σκολιῶς, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιός: -ά, -όν, κεκαμμένος, κυρτός, «στραβός», λοξός, Λατ. obliquus, ἀντίθετον τῷ ὀρθός, εὐθύς· σκ. σίδηρος Ἡρόδ. 2. 86· σκ. σκίπωνι Εὐρ. Ἑκ. 65· ἐπὶ ποταμῶν ἢ ἀτραπῶν, ἑλικοειδής, ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 185., 2. 29· Μαίανδρος σκ. εἰς ὑπερβολὴν Στράβ. 577· οἶμος, ἀτραπιτός, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1541, Νικ. Θηρ. 478, κτλ.· ῥηγμῖνες Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 25· οὕτω, λαβύρινθος Καλ. εἰς Δῆλ. 311· πλέγμα ἕλικος Ἀνθ. Π. 7. 24· πλοκαμῖδες Νόνν. Δ. 14. 182· συνεστραμμένος, συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», βάτος Ἀνθ. Π. 7. 315, πρβλ. 11. 33· εἰς τὸ σκ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. 2) ὁ κεκαμμένος πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, δουλείη κεφαλή, σκολιὴ (Ὁράτ. capite obstipo), Θέογν. 536· πόδες Πίνδ. Ἀποσπ. 217· ἵππος σκ., στραβοκαμωμένος ἢ βαδίζων λοξῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 253D. - Πρβλ. σκόλιον. II. μεταφορ., διεστραμμένος, δηλ. ἄδικος, «στραβός», θέμιστες Ἰλ. Π. 887· μῦθοι, δίκαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 192, 219· λόγος Θέογν. 1147· ἀπάται Πίνδ. Ἀποσπ. 232. 2· πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 156· αἰνιγματώδης, σκοτεινός, ἀσαφής, ῥημάτια Λουκ. Δὶς Κατηγ. 16· -σπανίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἰθύνει σκολιόν, εὐθύνει, εὐθὺ ποιεῖ τὸν οὐχὶ εὐθύν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 7· σκ. καὶ φοβερὸς Πλούτ. 2. 551F· παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ σκολιός, ὁ Πονηρός, ὁ Σατανᾶς· - μετὰ ῥημάτων, σκολιὰ φρονεῖν, ἀντίθετον τῷ εὐθὺς ἔμμεν, Scol. Gr. 15 Bgk.· σκ. πράττειν, εἰπεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 173A· τυφλὰ καὶ σκ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 506C, πρβλ. Γοργ. 525A· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. σκολιῶς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256, 260· σκ. ἔχειν Διόδ. 16. 91· οὕτως, εἰς σκολιὰ Πλάτ. Θεαίτ. 104B. III. τὸ τοῦ Στράβωνος σκολιὰ ἔργα (σ. 640), ὅπερ μεγάλην ἤγειρε συζήτησιν, εἶναι ἁπλῶς ἠμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ Σκόπα ἔργα, καθ’ ἃ διώρθωσεν ὁ Tyrwhitt., Ἡσύχ. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ σκαληνός).
Frisk Etymological English
See also: s. σκέλος.
Middle Liddell
σκολιός, ή, όν
curved, winding, twisted, tangled, Lat. obliquus, Hdt., Eur., etc.:— bent sideways, δουλείη κεφαλὴ σκολιή (Hor. stat capite obstipo) Theogn.: metaph. crooked, i. e. unjust, unrighteous, Il., Hes., etc.; σκολιὰ πράττειν, εἰπεῖν Plat.:—so adv. σκολιῶς, Hes.
Frisk Etymology German
σκολιός: {skoliós}
See also: s. σκέλος.
Page 2,735
Chinese
原文音譯:skoliÒj 士可利哦士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:彎曲的 相當於: (לוּז) (עָקֹב) (עֲקַלָּתֹון) (עָקַשׁ) (עִקֵּשׁ)
字義溯源:彎曲的,彎彎曲曲的,滿了障礙,紊亂的,有偏差的,腐敗的,邪惡的,不正直的,乖僻的;源自(σκέλος)=腿),而 (σκέλος)出自(σκάφη)X*=使乾透)
出現次數:總共(4);路(1);徒(1);腓(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 彎曲(2) 徒2:40; 腓2:15;
2) 乖僻的(1) 彼前2:18;
3) 彎彎曲曲的(1) 路3:5
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=στραβός, λοξός, μπερδεμένος, σκοτεινός). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: σκαληνός καί σκέλος.
Παράγωγα: σκόλιον, τό (=τραγούδι τῶν συμποσίων), σκολιοῦμαι (=λυγίζω), σκολιότης, σκολίωμα, σκολίωσις.