συνυποφύομαι
English (LSJ)
Pass.,
A grow up together, ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας Plu. 2.554a.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποφύομαι: Παθητ., ὑποφύομαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐκ τῆς αὐτῆς… ῥίζης συνυποφυομένην Πλούτ. 2. 554Α.
Pass.,
A grow up together, ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας Plu. 2.554a.
συνυποφύομαι: Παθητ., ὑποφύομαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐκ τῆς αὐτῆς… ῥίζης συνυποφυομένην Πλούτ. 2. 554Α.