συνυποφύομαι

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποφύομαι Medium diacritics: συνυποφύομαι Low diacritics: συνυποφύομαι Capitals: ΣΥΝΥΠΟΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synypophýomai Transliteration B: synypophyomai Transliteration C: synypofyomai Beta Code: sunupofu/omai

English (LSJ)

Pass., grow up together, ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας Plu. 2.554a.

French (Bailly abrégé)

f. συνυποφύσομαι, ao.2 συνυπέφυν, etc.
naître ou croître ensemble dessous.
Étymologie: σύν, ὑποφύομαι.

German (Pape)

(φύω), mit od. zugleich darunter wachsen, nachwachsen, mit darunter entstehen, Plut. S. N. V. 9.

Russian (Dvoretsky)

συνυποφύομαι: одновременно вырастать (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνυποφύομαι: Παθητ., ὑποφύομαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐκ τῆς αὐτῆς… ῥίζης συνυποφυομένην Πλούτ. 2. 554Α.

Greek Monolingual

Α
φυτρώνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποφύομαι «φυτρώνω από κάτω»].