δμητήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A tamer, ἵππων h.Hom.22.5, cf. Alcm.9: fem., νὺξ δμήτειρα θεῶν Il.14.259.
German (Pape)
[Seite 650] ῆρος, ὁ, Bezwinger, Bändiger; H. h. 21, 5; Alcm. bei Schol. Pind.
Greek (Liddell-Scott)
δμητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ δαμαστής, ἵππων Ὕμν. Ὁμ. 21. 5, Ἀλκμὰν παρὰ Σχολ. Πινδ.˙ - θηλ., νὺξ δμήτειρα θεῶν, Ἰλ. Ξ.. 259.