δμητήρ
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
δμητῆρος, ὁ, tamer, ἵππων h.Hom.22.5, cf. Alcm.9: fem., νὺξ δμήτειρα θεῶν Il.14.259.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): dór. δμᾱτήρ Alcm.2.4.6; δᾰμᾰτήρ Eleg.Alex.Adesp.Halic.23, AP 11.403 (Luc.)
domador δμητῆρ' ἵππων h.Hom.22.5, δματῆρες ἱππόται Alcm.l.c., πτερόεντος ... δαματῆρα Πηγάσου de Belerofonte Eleg.Alex.Adesp.Halic.l.c., fig. σίδηρος Nonn.D.27.27, cf. 26.303 (ambos var.).
German (Pape)
[Seite 650] ῆρος, ὁ, Bezwinger, Bändiger; H. h. 21, 5; Alcm. bei Schol. Pind.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui dompte, qui maîtrise.
Étymologie: δαμάω.
Russian (Dvoretsky)
δμητήρ: ῆρος ὁ укротитель (ἵππων HH).
Greek (Liddell-Scott)
δμητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ δαμαστής, ἵππων Ὕμν. Ὁμ. 21. 5, Ἀλκμὰν παρὰ Σχολ. Πινδ.· - θηλ., νὺξ δμήτειρα θεῶν, Ἰλ. Ξ.. 259.
Greek Monolingual
δμητήρ, ο (θηλ. δμήτειρα) (Α) δάμνημι
δαμαστής (α. «δμητὴρ ἵππων» β. «νὺξ δμήτειρα θεῶν» — η νύχτα που δαμάζει, κατευνάζει ακόμη και τους θεούς).
Greek Monotonic
δμητήρ: -ῆρος, ὁ (δαμάζω), δαμαστής, ἵππων, σε Ομηρ. Ύμν.· θηλ., νὺξ δμητεῖρα θεῶν, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
δμητήρ, ῆρος, n δαμάζω
a tamer, ἵππων Hhymn.:— fem., νὺξ δμητεῖρα θεῶν Il.
Translations
tamer
Bulgarian: дресьор, звероукротител; Catalan: domador; Chinese Mandarin: 馴養人/驯养人; Czech: krotitel; Dutch: temmer; Esperanto: dresisto; Finnish: kesyttäjä; French: dresseur, dresseuse, dompteur; German: Dompteur, Dompteuse, Bändiger, Bändigerin; Greek: δαμαστής, θηριοδαμαστής; Ancient Greek: δαμαντήρ, δαμάσιππος, δαμάτειρα, δαμνηπῶλος, δάμνιππος, δμητήρ, ἡμερωτής, ἱππόδαμος, πραϋντής, πωλευτής, πωλοδαμαστής, πωλοδάμνης, πωλοτρόφος, τιθασευτής; Hebrew: מְאַלֵּף; Hungarian: szelídítő; Indonesian: penjinak; Italian: domatore, domatrice; Japanese: 調教師, 猛獣使い; Latin: domitor, domitrix, domator; Polish: poskramiacz, poskramiaczka, poskromiciel, poskromicielka, pogromca, pogromczyni; Portuguese: domador; Romanian: îmblânzitor, îmblânzitoare; Russian: дрессировщик, дрессировщица, укротитель, укротительница; Spanish: domador, domadora, amaestrador; Tagalog: magbabangad; Ukrainian: приборкувач, приборкувачка, муштрувальник, муштрувальниця