ές,
A strongly influenced, ἐς τὰ τοιαῦτα App.BC1.83.
[Seite 434] ές, schwer, mühsam arbeitend, App. B. C. 1, 83.
βᾰρυεργής: -ές, ὁ βαρέως, μετὰ πόνου ἐργαζόμενος, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 83.