ἀκυρολεξία
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀκυρολογία, Suid. s.v. αὐθέντης, Eust. 1770.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκυρολεξία: ἡ, = ἀκυρολογία, Εὐστ. 1770 ἐν τέλ., κτλ.
ἡ,
A = ἀκυρολογία, Suid. s.v. αὐθέντης, Eust. 1770.
ἀκυρολεξία: ἡ, = ἀκυρολογία, Εὐστ. 1770 ἐν τέλ., κτλ.