σύνοπλος
English (LSJ)
ον,
A under arms together, allied, δόρατα E.HF127 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1031] mit unter den Waffen, Waffengefährte; ξύνοπλα δόρατα Eur. Herc. F. 128.
Greek (Liddell-Scott)
σύνοπλος: -ον, ὁ συμπολεμῶν τινι, σύμμαχος, σύνοπλα δόρατα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 128.