σύμμαχος

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμᾰχος Medium diacritics: σύμμαχος Low diacritics: σύμμαχος Capitals: ΣΥΜΜΑΧΟΣ
Transliteration A: sýmmachos Transliteration B: symmachos Transliteration C: symmachos Beta Code: su/mmaxos

English (LSJ)

σύμμαχον,
A fighting along with, leagued with or allied with, τινι A.Ch.2,19, Hdt.1.22, etc.: freq. abs. as substantive, ally, Sapph. 1.28 (fem.), etc.; and in plural allies, Hdt.1.102, al., IG12.76.14, etc.; σ. ἐπί τινα X.An.5.5.22.
2 as a real Adj., of things, places, circumstances, συμμάχῳ δορί A.Eu.773; αὐτὴ γὰρ ἡ γῆ ξ. κείνοις πέλει Id.Pers.792; συντυχίη ἐπεγένετό τινι σ. Hdt.5.65; νόμον σ. τῷ θέλοντι Id.3.31; τὸ εἰκὸς σ. μοί ἐστιν Antipho 5.43; τοῦ χωρίου τὸ δυσέμβατον ξύμμαχον γίγνεται Th.4.10, cf. Hdt.4.129; πολλά ἐστι τὰ σύμμαχα X.An.2.4.7; σ. ἔχειν τὸ δίκαιον Lys.2.10; ὅρκοι καὶ ξυνθῆκαι ib. 62; τάχος σ. εἰς τὸ πραχθῆναι X.Cyr.3.2.4: c. gen. rei, ἀρετὴ τῶν ἐν πολέμῳ σ. ἔργων Id.Mem.2.1.32.
3 assistant (esp. messenger), POxy.1223.10 (iv A.D.), 904.4 (pl., v A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 981] mitkämpfend, zum Kampfe verbündet, helfend; πατρίς τε γαῖα πῶς σοι σύμμαχος γενήσεται; Aesch. Spt. 568, vgl. Pers. 778, u. öfter; ἥ τε σύμμαχος Δίκη, Soph. O. R. 274, u. öfter; σύμμαχα ὅρκια, Eid beim Schutzbündniß, Phryn. in B. A. 63. – Gew. ὁ σύμ., der Kampf-, Bundesgenosse; πρόφρων, Pind. I. 5, 28; oft bei den Tragg.; Ar. Equ. 222 Plut. 218; Her. u. Folgde überall. – Überhpt helfend, zustatten kommend, Her. 5, 65; τοῦ χωρίου τὸ δυσέμβατον μενόντων ἡμῶν ξύμμαχον γίγνεται, Thuc. 4, 10; πολλὰ οὕτως ἐστὶ τὰ σύμμαχα, Xen. An. 2, 4, 7; σύμμαχα ἔχειν τὰ ἄκρα, Cyr. 3, 2, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui assiste dans un combat, allié ou auxiliaire de, τινι;
2 p. ext. qui assiste, auxiliaire ; avec un gén. de chose auxiliaire de.
Étymologie: σύν, μάχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμαχος -ον, Att. ook ξύμμαχος [σύν, μάχη] meestrijdend, geallieerd; subst. ὁ of ἡ σύμμαχος bondgenoot, geallieerde (ook overdr.); met dat. van iem.; met ἐπί + acc. tegen iem.; met gen.:; τῶν ἐν πολέμῳ ἔργων in oorlogsdaden Xen. Mem. 2.1.32; overdr..; μεγάλους... τούτους τῇ Ἑλλάδι συμμάχους ἔσεσθαι dat zij (de winden) belangrijke bondgenoten voor de Grieken zouden zijn Hdt. 7.178.1; uitbr. van zaken meewerkend (met), bevorderlijk (voor), gunstig (voor).

Russian (Dvoretsky)

σύμμᾰχος:
1 совместно сражающийся, воюющий в союзе, союзный (τινι Her., Aesch.);
2 оказывающий помощь, служащий поддержкой (δόρυ Aesch.): τὸ χωρίου τὸ δυσέμβατον ἡμέτερον ξύμμαχον γίγνεται Thuc. (самая) неприступность местности оказывается нам на руку; σύμμαχον τάχος Xen. обеспечивающая успех быстрота; πολλά ἐστι τὰ σύμμαχά τινι Xen. в чьем-л. распоряжении имеется множество средств.
ὁ и ἡ
1 союзник: ξυμμάχους τινὰς ποιεῖσθαι ἐπί τινα Xen. сделать кого-л. своими союзниками в борьбе против кого-л.;
2 помощник: τὸ δίκαιον ἔχειν σύμμαχον Lys. иметь справедливость на своей стороне, т. е. защищать правое дело.

English (Slater)

σύμμᾰχος ally (Τελαμών) τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν (sc. Ἡρακλέης) (I. 6.28)

Spanish

aliado

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμαχος, -ον, ΝΜΑ, και συν. ως ουσ. σύμμαχος ο, η, Ν, και αττ. τ. ξύμμαχος, -η, -ον και τ. θηλ. -ος, Α
1. αυτός που μάχεται μαζί με άλλον ή μαζί με άλλους, ο συμπολεμιστής
2. συμβοηθός, συμπαραστάτης
νεοελλ.
1. αυτός που είναι μέλος συμμαχίας, που μετέχει στην ίδια συμμαχία με άλλον («τα σύμμαχα κράτη»)
2. (το αρσ. πληθ ως κύριο όν.) οι Σύμμαχοι
α) τα μέλη της συμμαχίας Αγγλίας-Γαλλίας-Ρωσίας εναντίον της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, κατά τον Α
Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμαχίας με την οποία συντάχθηκε και η Ελλάδα
β) τα μέλη του συνασπισμού τών δυνάμεων που συμπαρατάχθηκαν εναντίον τών δυνάμεων του άξονα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συνασπισμού στον οποίο ανήκε και η Ελλάδα
νεοελλ.-μσν.
(στο Βυζάντιο) επικουρικά στρατεύματα αποτελούμενα από μαχητές που προέρχονταν από υποτελείς λαούς ή από συμμαχικά έθνη της αυτοκρατορίας και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι του βυζαντινού κράτους υπό τις διαταγές ομόφυλων ή ομοεθνών τους στρατηγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ἐπίμαχος].

Greek Monotonic

σύμμᾰχος: -ον (μάχη),·
1. αυτός που μάχεται στο πλευρό κάποιου, συμπολεμιστής, συστρατιώτης, αυτός που έχει συνάψει συμμαχία με κάποιον, μέλος συμμαχίας, τινι, σε Ηρόδ., Αττ.· ως ουσ., σύμμαχος, και στον πληθ., σύμμαχοι, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για πράγματα, συμμάχῳ δορί, σε Αισχύλ.· νόμος σύμμαχος τῷ θέλοντι, σε Ηρόδ.· με γεν. πράγμ., ἀρετὴ τῶν ἔργων σύμμαχος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμᾰχος: -ον, (μάχη ὁ μαχόμενος ὁμοῦ μέ τινα, συναγωνιστής, τινι Ἡρόδ. 1. 22, καὶ Ἀττικ., οἷον Αἰσχύλ. Πέρσ. 792, Χο. 2. 19, κτλ.· συχν. καὶ ἀπολ. ὡς οὐσιαστ., σύμμαχος καὶ ἐν τῷ πληθ. σύμμαχοι, Ἡρόδ. 1. 102, κ. ἀλλ.· σ. ἐπί τινα Ξενοφ. Ἀν. 5. 5, 22. 2) ὡς ὄντως ἐπίθ., ἐπὶ πραγμάτων, τόπων, περιστάσεων, συμμάχῳ δορὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 773 συντυχίη, ἐπεγένετό τινι σ. Ἡρόδ. 5. 65· νόμον σ. τῷ θέλοντι ὁ αὐτ. 3. 31· σ. τὸ εἰκός ἐστι Ἀντιφῶν 134. 24, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 129 τοῦ χωρίου τὸ δυσέμβατον ξύμμαχον γίγνεται Θουκ. 4. 10· πολλά ἐστι τὰ ξύμμαχα Ξενοφ. Ἀν. 2. 4, 7· σ. ἔχειν τὸ δίκαιον Λυσί. 191. 21 ὅρκοι καὶ ξυνθῆκαι ὁ αὐτ. 196. 24· τάχος σ. εἰς τὸ πραχθῆναι Ξεν. Κύρ. 3. 2, 4· μετὰ γεν. πράγμ., ἀρετὴ τῶν ἐν πολέμῳ σ. ἔργων ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1. 32. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕ΄, 435 κἑξ.

Middle Liddell

σύμ-μᾰχος, ον, μάχη
1. fighting along with, allied with, τινι Hdt., Attic: as substantive an ally, and in plural allies, Hdt., Attic
2. of things, συμμάχῳ δορί Aesch.; νόμος σύμμαχος τῷ θέλοντι Hdt.; c. gen. rei, ἀρετὴ τῶν ἔργων σύμμαχος Xen.

English (Woodhouse)

allied, ally

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σύν + μάχη τοῦ μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σύμμαχος: συμμαχία, συμμαχῶ, συμμαχικός, συμμαχίς -ίδος.

Léxico de magia

-ον aliado de la Mirra personif. Ζμύρνα, Ζμύρνα, ... ἡ καταφλέξασα τὸ ἕλος τοῦ Ἀχαλδα, ἡ κατακαύσασα τὸν ἄθεον Τυφῶν<α>, ἡ σ. τοῦ Ὥρου Mirra, Mirra, la que consumió el pantano de Acalda, la que hizo arder al ateo Tifón, la aliada de Horus P XXXVI 337

Lexicon Thucydideum

socius, ally, 1.10.2, 1.18.3. 1.18.31.19.1, 1.29.1. 1.30.2. 1.30.3. 1.30.31.31.2, 1.32.4. 1.35.1, 1.37.2, 1.40.5,
similiter similarly 1.43.1. 1.40.3, 1.44.1. 1.48.4. 1.49.6. 1.53.4, 1.56.2. Ibid. in the same place 1.57.2, 1.61.4. 1.62.2. 1.62.3. 1.4.1. 1.63.3. 1.64.1. 67. 1.48.3. 1.68.2. 1.68.3. 1.69.1. 73. Ibid. in the same place 1.74.2. 1.75.2. 1.76.1. 77. 79. 1.80.4, 1.81.3. 1.82.1. Ibid. in the same place 1.68.5. 1.83.2. 1.83.3. 1.85.2. 1.86.1. 1.83.2. 1.3.1, 1.40.5. 1.87.4. Ibid. in the same place 1.88.1. 1.89.2. Ibid. in the same place 1.90.1. 1.91.4. 1.91.6. 1.94.1. 1.95.4. 1.95.6. 1.96.1. 97,
Ibid. in the same place 1.99.3. 1.100.1. 1.87.3. 1.102.1. 1.87.3. 1.4.1, 1.104.2. 1.105.1, 1.104.4. 1.107.2. 1.107.5. 1.108.1. 109. 1.107.4. 1.110.5. 1.111.1. 1.112.2. 1.113.1. 115. 119, 120. 1.121.5. 1.122.1, 1.124.2. 1.125.1. 1.128.5. 1.141.6. 1.143.5, 1.144.2. 2.1.1. 2.7.1. 2.9.1. 2.9.2. 2.11.1. 2.13.2, 2.13.3. 2.17.4, 2.25.1. 2.29.1, 2.29.4. 2.7.1. 2.47.2. 2.62.2. 2.65.7. 2.12.1. 2.66.1. 2.67.4. 2.69.2. 2.71.1. 2.71.2, 2.71.22.73.3. 2.81.2. 2.83.1. 2.83.3. 2.89.4. 2.100.5. 3.1.1. 3.5.1. 3.6.1, 3.8.1. 3.9.1. 3.10.3, 3.10.4. 3.5.1. 3.12.1. 3.13.1. 3.13.2. 3.6.1. 3.7.1. 3.14.1. 3.15.1. 3.15.13.15.13.2.1. 3.16.2. 3.19.1. 3.26.1. 3.32.2, 3.37.2. 3.37.23.38.1. 3.39.7. 3.39.8, 3.40.7. 3.40.8. 3.52.4. 3.54.2. 3.55.3. 3.55.4. 3.56.7. 3.57.4. 3.58.4. 3.62.5. 3.63.2. 3.67.5, 3.68.1. 3.68.5. 3.70.2. 3.86.3. 3.86.5. 3.88.3. 3.89.1. 3.90.1. 3.90.13.2.1. 3.3.1. 3.4.1. 3.95.1, 3.95.3. 3.97.3. 3.98.4. 3.100.2. 3.103.1, 3.103.13.2.1. 3.115.3. 4.2.1. 4.7.1, 4.11.4. 4.22.3. 4.24.1. 4.25.1. 4.25.3. 4.9.1, 4.9.10. 4.30.3. 4.40.2. 4.42.1. 4.48.6. 4.50.1. 4.53.1. 4.61.1, 4.64.4. 4.65.2. 4.74.1. 4.75.1, 4.77.1. 4.80.1. 4.81.2. 4.82.1. 4.83.2, 4.85.4. 4.86.1. 4.86.14.88.1. 4.89.1. 4.102.1. 4.108.1. 4.108.2, 4.109.1. 4.114.5, 4.117.3. 4.118.2. 4.118.4. 4.118.44.5.1. 4.9.1. 4.9.14.11.1. 4.119.1. 4.119.14.122.2. 4.126.2. 4.129.2. 4.129.5. 4.134.1. 5.2.1. 5.4.5. 5.5.3. 5.9.7. 5.9.1. 5.9.15.11.1. 5.14.2. 5.17.2. 5.18.1. 5.18.3. 5.18.35.4.1. Ibid. ter. in the same place a third time 5.5.1. Ibid. ter. in the same place a third time 7. Ibid. quater. in the same place four times 9. Ibid. in the same place 22. 23. 25. 26. 5.4.2. 5.29.1. 5.4.3. 5.30.1. Ibid. in the same place 2. 3, 31. 5.4.6. 5.32.3. 5.32.5. 5.6.1. 5.35.3. 5.36.1. Ibid. in the same place Ibid. in the same place 5.37.2. 5.38.3. 5.40.2. 5.45.3. 5.45.4. 5.46.3. 5.46.4. 5.5.1. 47. 5.32.2. Ibid. ter. in the same place a third time 5.3.1. 5. 8. Ibid. in the same place 48. 5.32.3. 5.50.5. 5.52.2. Ibid. in the same place 5.54.2. 5.54.4, 5.55.1. 57. 5.50.2. Ibid. in the same place 5.58.1. 5.50.2. 5.3.1. 5.59.3. 5.59.4. 5.60.1. 5.59.2. 5.5.1, 5.61.2. Ibid. in the same place 5.3.1. 5. 62. 5.61.2. 5.63.1, 64. 5.59.3. Ibid. in the same place 5.5.1. 65. 5.32.4. 5.5.1. 66. 5.67.2. Ibid. in the same place 5.69.1, 5.67.2. 5.70.1. 5.72.3. 5.73.1. 5.72.3. 5.74.3. 5.75.2,
Ibid. in the same place 5.5.1. 5.77.2. Ibid. in the same place 5.7.1. Ibid. in the same place 8. Ibid. in the same place 5.79.2. Ibid. in the same place 5.3.1. 4. 5.82.4. 5.83.1. 84. 94. 109. 5.110.2. 5.111.4, 5.114.2. 6.6.1. 6.6.2,
Ibid. bis. in the same place twice 6.7.1. 6.10.4. 6.10.5. 6.11.5. 6.13.2. 6.18.1. 6.6.4. 6.21.2. 6.22.1. 6.25.2. Ibid. in the same place 6.26.2. 6.30.1. Ibid. in the same place 6.31.2. 6.32.2. 6.42.1. 43. Ibid. in the same place 47. 6.62.5. 6.65.1. 67. Ibid. in the same place 2. 6.68.2, 6.69.3, 6.71.1. Ibid. in the same place 2. 6.76.3. 6.77.1. 6.21.2. 6.78.1, 80, 6.85.2. 6.86.5. 6.87.2. 6.88.2. 6.91.7. 6.103.2, 6.105.1. 7.4.1. 7.4.3. 7.5.1. 7.5.3. 7.16.1. 7.17.1. 7.18.4. 7.19.1. 7.19.3. 7.20.2, 7.26.3. 7.32.1. 7.34.2. 7.37.2. 7.42.1. 7.42.2. 7.43.4. 7.43.6. 7.44.4. 7.45.2. 7.52.2. 7.53.3. 7.53.37.56.2. 7.56.3. 7.57.10. 7.59.2 [ubi suspectum where suspicious]. 7.61.1. 7.61.3. 7.66.1. 7.70.1. 7.70.2. 7.7.1. 7.71.5. 7.72.1. 7.73.1. 7.77.1. 7.78.3. 7.78.6. 7.81.1. 7.82.1. 7.82.17.84.1. 7.86.1. 7.86.2. 7.4.1. 8.1.2. 8.3.1, 8.2.1, 8.2.18.3.1. 8.3.1, 8.4.1, 8.5.3. 8.5.1. 8.6.4. 8.8.2. 8.12.2, 8.15.1. 8.18.1. 8.18.18.2.1. 8.2.18.3.1. 8.3.18.22.1. 8.24.5, 8.25.1. 8.25.2. 8.32.1. 8.32.3. 8.37.1. 8.37.2. Ibid. bis. in the same place twice 8.3.1. Ibid. in the same place 4. 5. 8.40.3. 8.53.1, 58. Ibid. in the same place 3. Ibid. in the same place 4. Ibid. bis. in the same place twice 6. Ibid. in the same place 7. Ibid. in the same place 8.61.3. 8.79.1. 8.84.4. 8.91.3.
Adjective, adjectivally 1.57.3, 2.99.2, 3.47.2, 3.47.3, 3.47.4, 3.73.1, 3.86.2, 3.102.6, 4.10.3, 4.83.4, 5.35.1, 7.14.2, 8.65.1.

Translations

ally

Albanian: aleat, përkrahës; Arabic: حَلِيف‎, حَلِيفَة‎; Armenian: դաշնակից; Azerbaijani: müttəfiq; Belarusian: саюзнік, саюзніца; Bulgarian: съюзник, съюзница, съюзничка; Burmese: မဟာမိတ်; Chinese Mandarin: 盟國/盟国; Czech: spojenec, spojenkyně; Danish: allieret, forbundsfælle; Dutch: bondgenoot, bondgenote; Esperanto: aliancano; Estonian: liitlane; Finnish: liittolainen; French: allié, alliée; Georgian: მოკავშირე; German: Alliierter, Alliierte, Bundesgenosse, Bundesgenossin, Verbündeter, Verbündete; Greek: σύμμαχος; Ancient Greek: ἔνσπονδος, ἐπίκουρος, ἐπιτάρροθος, ξύμμαχος, ὅμαιχμος, σύμμαχος; Hebrew: בַּעַל בְּרִית‎; Hindi: मित्र; Hungarian: szövetséges; Icelandic: bandamaður; Indonesian: sekutu; Italian: alleato, alleata; Japanese: 同盟国, 味方; Kazakh: одақтас; Khmer: រណមិត្ត; Korean: 동맹국(同盟國); Kyrgyz: союздаш, союзник; Lao: ພັນທະມິດ; Latin: socius; Latvian: sabiedrotais; Lithuanian: sąjungininkas; Macedonian: сојузник, сојузница, сојузничка; Malay: sekutu; Maori: haumi, uku, whakauru; Norwegian Bokmål: alliert; Persian: همپیمان‎, متحد‎; Polish: aliant, aliantka, sojusznik, sojuszniczka; Portuguese: aliado, aliada; Romanian: aliat, aliată; Russian: союзник, союзница; Serbo-Croatian Cyrillic: савезнӣк, савезница; Roman: sáveznīk, sáveznica; Shan: ဢူၺ်းလီ; Slovak: spojenec, spojenkyňa; Slovene: zaveznik, zaveznica; Spanish: aliado, aliada; Swedish: allierad, bundsförvant; Tagalog: kapanig; Tajik: иттифоқчӣ; Thai: พันธมิตร; Turkish: müttefik; Ukrainian: союзник, союзниця; Urdu: حَلِیف‎, رَفِیق‎; Uzbek: ittifoqchi, ittifoqdosh; Vietnamese: nước đồng minh