μελαγχολικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of atrabilious or melancholic temperament, τὰ μ. Hp.Aph.3.20; οἱ μ. ib.4.9; opp. πικρόχολος, Id.Acut.61. Adv. -κῶς Id.Prorrh.1.14, Coac.92, etc. II atrabilious, impulsive, Pl.R.573c, Arist.EN1152a19.
German (Pape)
[Seite 118] ή, όν, zu schwarzer Galle gehörig, zum Tiefsinn, zur Melancholie geneigt; Plat. Rep. IX, 573 c; Hippocr., Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγχολικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κρᾶσιν μελαγχολικήν, τὰ μ. Ἱππ. Ἀφ. 1248· οἱ μ. αὐτόθι 1249· ἀντίθετ. τῷ πικρόχολος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 68C, κτλ. ΙΙ. ὁ ἔχων μέλαιναν τὴν χολήν, Πλάτ. Πολ. 573C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 3.