μελαγχολικός

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγχολικός Medium diacritics: μελαγχολικός Low diacritics: μελαγχολικός Capitals: ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: melancholikós Transliteration B: melancholikos Transliteration C: melagcholikos Beta Code: melagxoliko/s

English (LSJ)

μελαγχολική, μελαγχολικόν,
A of atrabilious or melancholic temperament, τὰ μ. Hp.Aph.3.20; οἱ μ. ib.4.9; opp. πικρόχολος, Id.Acut.61. Adv. μελαγχολικῶς Id.Prorrh.1.14, Coac.92, etc.
II atrabilious, impulsive, Pl.R. 573c, Arist.EN1152a19.

German (Pape)

[Seite 118] ή, όν, zu schwarzer Galle gehörig, zum Tiefsinn, zur Melancholie geneigt; Plat. Rep. IX, 573 c; Hippocr., Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'un caractère mélancolique, d'humeur sombre.
Étymologie: μελαγχολία.

Russian (Dvoretsky)

μελαγχολικός: одержимый меланхолией, пораженный тяжелым безумием Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγχολικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κρᾶσιν μελαγχολικήν, τὰ μ. Ἱππ. Ἀφ. 1248· οἱ μ. αὐτόθι 1249· ἀντίθετ. τῷ πικρόχολος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 68C, κτλ. ΙΙ. ὁ ἔχων μέλαιναν τὴν χολήν, Πλάτ. Πολ. 573C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μελαγχολικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιάμελαγχολικός καιρός»)
2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία
νεοελλ.-μσν.
βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος
μσν.
1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαγχολικόν
ασθένεια που προέρχεται από έγχυση χολής στο αίμα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από την ασθένεια μελαγχολία
2. υποχονδριακός.
επίρρ...
μελαγχολικώς και -ά (Α μελαγχολικῶς)
με μελαγχολικό τρόπο, με μελαγχολία, με δυσθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Για σημασιολογικά σχόλια βλ. λ. μελαγχολία. Τη λ. δανείστηκαν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. melancholic, γαλλ. melancholique).

Greek Monotonic

μελαγχολικός: -ή, -όν, μελαγχολικός, χολερικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μελαγχολικός, ή, όν
atrabilious, choleric, Plat. [from μελάγχολος