ἀποκεκληρωμένως
German (Pape)
[Seite 306] durch das Loos, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεκληρωμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., διὰ κλήρου, εἰκῇ, κατὰ τύχην, Ἰω. Χρυσ.
[Seite 306] durch das Loos, Chrysost.
ἀποκεκληρωμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., διὰ κλήρου, εἰκῇ, κατὰ τύχην, Ἰω. Χρυσ.