ἀποκεκληρωμένως
From LSJ
German (Pape)
[Seite 306] durch das Loos, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεκληρωμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., διὰ κλήρου, εἰκῇ, κατὰ τύχην, Ἰω. Χρυσ.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἀποκληρόω tajante, específicamente οὐ γὰρ ἀ. τοὺς ἰδιώτας ἐκάλει καὶ τοὺς σοφοὺς ἠφίει Chrys.M.61.39.