ἀναρπάξανδρος
English (LSJ)
A f. l. for ἁρπάξανδρος, q.v.
German (Pape)
[Seite 205] κήρ, Aeseh. Spt. 776, die Männer entraffende, raubende Sphinx.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρπάξανδρος: ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἁρπάξανδρος, ὃ ἴδε.
A f. l. for ἁρπάξανδρος, q.v.
[Seite 205] κήρ, Aeseh. Spt. 776, die Männer entraffende, raubende Sphinx.
ἀναρπάξανδρος: ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἁρπάξανδρος, ὃ ἴδε.