βάλλις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A plant with wonderful medicinal properties, Xanth. 16.
Greek (Liddell-Scott)
βάλλις: -εως, ἡ, ἄγνωστον φυτόν, περὶ οὗ ὑπετίθετο ὅτι εἶχε θαυμασίας ἰατρικὰς ἰδιότητας, ἴδε Creuzer Ξανθ. Λυδ. Ἀποσπ. 16.
εως, ἡ,
A plant with wonderful medicinal properties, Xanth. 16.
βάλλις: -εως, ἡ, ἄγνωστον φυτόν, περὶ οὗ ὑπετίθετο ὅτι εἶχε θαυμασίας ἰατρικὰς ἰδιότητας, ἴδε Creuzer Ξανθ. Λυδ. Ἀποσπ. 16.