τό,
A = θριδακίνη, lettuce, Gp.12.1.2, Alex.Trall.2, Verm. p.593 P.; cf. μαιούλιον.
μαρούλιον: τό, μεταγενεστέρα λέξις ἀντὶ τοῦ θριδακίνη, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 156.