εἰσόδιος

Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον (α, ον D.H.11.29),

   A going or coming in, Suid., Zonar. : εἰσόδιοι, οἱ, visitors, Antip. ap. Stob.4.22.103 (s.v.l.), cf. D.H. l.c. : εἰσόδιον, τό, income, revenue, PPetr.2p.54 (iii B.C.) : pl., PHib.1.116 (iii B.C., -εια Pap.), Thd.Da.11.13.    II εἰσόδιον, τό, introduction to a speech, Aristid. 2.321 J.

German (Pape)

[Seite 744] den Eingang betreffend, dazu gehörig, Sp; οἱ εἰσόδιοι εἴσω, die Besuchenden, Antp. Stob. fl. 70, 13; τὰ εἰσόδια, nach Hesych. das Einkommen; bei LXX. der Einzug.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσόδιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον, Διον. Ἁλ. IV. 2231, 10· ὁ ἔχων δικαίωμα εἰσόδου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1128Β· - ὡς οὐσ. τὰ εἰσόδια (α΄) ἔσοδα, εἰσοδήματα, «εἰσόδια· πρόσοδοι, ἀναλώματα» Ἡσύχ., Θεοδοτ. Δαν. ια΄, 13· (β΄) τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἑορτὴ Ἐκκλησιαστικὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εἰς τὸν ναὸν εἰσόδου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγομένη τῇ 21 Νοεμβρίου, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Κουροπ. 80, 15· - εἰσόδιοι, οἱ, ἐπισκέπται, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβαίῳ 428. 14.