δικαίωμα
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
δικαιώματος, τό,
A act of right, opp. ἀδίκημα, Arist.Rh.1359a25; duty, τὰ πρὸς ἀνθρώπους δ. Ph.2.199; prop. amendment of a wrong, opp. δικαιοπράγημα, Arist.EN1135a13: hence,
a judgement, penalty, Pl.Lg.864e.
b justification, plea of right, Th.1.41, Isoc. 6.25, Arist.Cael.279b9, LXX 2 Ki.19.28(29), PLond.2.360.8 (ii A. D.), etc.; δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων, compiled by Arist. for Philip, Harp. s.v. Δρύμος.
c pl., pleadings, documents in a suit, OGI13.13 (Samos), PLille 29.25 (iii B. C.), etc.; also, credentials, BGU113.10 (ii A. D.), al.
d act of δικαίωσις 1.3, Ep.Rom.5.16.
II ordinance, decree, LXX Ge.26.5, Ex.15.26 (pl.), al., Ep.Rom.1.32, 2.26 (pl.), al.
Spanish (DGE)
δικαιώματος, τό
• Alolema(s): tes. δικαίουμα Ἀρχ.Δελτ. 18.1963.138 (III a.C.)
I 1acción justa, acto de justicia, ἀδίκημα ἢ δ. Arist.Rh.1359a25, δ. δὲ τὸ ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος Arist.EN 1135a13, δικαιώματα δὲ τὰ ἀπὸ δικαιοσύνης Chrysipp.Stoic.3.136, τὰ πρὸς ἀνθρώπους δικαιώματα Ph.2.199, τὰ ἀδελφικὰ δικαιώματα las acciones justas propias de un hermano, Const.App.3.12.2.
2 castigo, pena τῶν δὲ ἄλλων δικαιωμάτων ἀφείσθω Pl.Lg.864e.
3 derecho, reclamación de un derecho δικαιώματα μὲν οὖν τάδε πρός ὑμᾶς ἔχομεν Th.1.41, cf. Isoc.6.25, τῷ δικαιώματι εἶναι ser de derecho op. ‘ser de hecho’, Th.6.80, τί ἐστίν μοι ἔτι δ. καὶ τοῦ κεκραγέναι ...; ¿qué derecho puedo aún tener para reclamar ...? LXX 2Re.19.29, cf. Dor.Ab.Doct.58, c. gen. τὰ τῆς φύσεως δικαιώματα las justas exigencias de la naturaleza I.AI 17.108, τῶν πόλεων δικαιώματα D.H.3.12, τοῦ Πομπηίου δικαιώματα D.C.41.32.4, cf. PLond.360.8 (II d.C.)
•τὰ Δικαιώματα tít. de una obra de Aristóteles, Harp.s.u. Δρυμός.
4 justificación, alegato τὰ τῶν ἀμφισβητούντων λόγων δικαιώματα Arist.Cael.279b9, ἀπορίᾳ τῶν ἀλλαχόθεν δικαιωμάτων I.AI 17.130, φιλίας πρὸς τοὺς ξένους δικαιώματα razones que justifican la amistad con los extranjeros Hld.8.3.7, cf. Ep.Rom.5.16
•concr. documento acreditativo, justificativo aducido como prueba en juicios o conflictos legales αἷς ἂν ἡμέραις οἱ διαλλακταὶ ... μαρτυρίας καὶ δικαιώματα [λα] μβάνωσιν SEG 17.415.4 (Tasos IV a.C.), cf. OGI 13.13 (Samos III a.C.), Ἀρχ.Δελτ. l.c., τὰ δὲ δικαιώ[μα] τα τῆ<ς> δίκης PHal.1.38, cf. PLille 29.25 (ambos III a.C.), PTor.Choachiti 12.5.25 (II a.C.), ἔχοντας πάντα τὰ δικαιώμαθ' ὅπως ... ἐνθήδ' (sic) ἡμῖν κριθῶσιν PCair.Zen.368.6 (III a.C.), cf. PPetr.3.25.52 (III a.C.), BGU 1248.5 (II a.C.), ἀντίγραφα τῶν δικαιωμάτων SB 13256.6 (III a.C.), προκτητικ(ὰ) δικαιώμ(ατα) documentos acreditativos del anterior propietario, POxy.1648.66 (II d.C.), cf. PTor.Choachiti 12.3.21 (II a.C.), BGU 113.10 (II d.C.), Artem.5.10.
5 plu. pertenencias χρηστήρι[α] ἤτοι δικαιώματα τὰ ἀνήκοντα τῷ αὐτῷ κλιβανίῳ POxy.1890.9, cf. 20 (VI d.C.).
II en la Biblia orden, decreto Αβρααμ ... ἐφύλαξεν ... τὰ δικαιώματά μου καὶ τὰ νόμιμά μου LXX Ge.26.5, τὰ δικαιώματα αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις LXX De.30.10, cf. Ex.15.26, Eu.Luc.1.6, τὸ δ. τοῦ θεοῦ ἐπιγνόντες Ep.Rom.1.32, τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου Ep.Rom.2.26.
German (Pape)
[Seite 627] τό, das Recht oder Gerechtgemachte, – a) die gerechte Handlung; Arist. rhet. 1, 13; Gegensatz ἀδίκημα Eth. Nic. 5, 7; von δικαιοπράγημα unterschieden, ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος; dah. = Strafe, Plat. Legg. IX, 864 e. – b) Rechtsgründe, Ansprüche; im plur., Thuc. 1, 41; Isocr 6, 25. – c) Übh. das Recht, was das Gesetz fordert, N.T.
French (Bailly abrégé)
δικαιώματος (τό) :
1 action juste, acte de justice;
2 réclamation d'un droit, prétention juste;
3 décision de justice, jugement, peine.
Étymologie: δικαιόω.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαίωμα: δικαιώματος τό
1 (законное) требование, притязание, претензия, тж. жалоба Thuc., Isocr., Arst.;
2 наказание, кара (τῶν ἄλλων δικαιωμάτων ἀφιέναι Plat.);
3 справедливый поступок (δ. τὸ ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικήματος Arst.);
4 предписание, заповедь (τοῦ θεοῦ NT);
5 оправдание (ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων NT).
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαίωμα: τό, πρᾶξις δικαιοσύνης, ἀντίθ. ἀδίκημα, Ἀριστ. Ρητ. 1.13,1· -ἀλλά, κυρίως, ἐπανόρθωσις ἀδικήματος (τὸ δὲ ἄλλο εἶνε δικαιοπράγημα), ὁ αὐτ. Ἡθ.Ν. 5.7, 7· -ἐντεῦθεν, α) κρίσις, τιμωρία, ποινή, ζημία, Πλάτ. Νόμ. 864Ε. β) δικαίωσις, ἀξίωσις, ἀπαίτησις, Θουκ. 1.41, Ἰσοκρ. 121Α, Ἀριστ. Οὐρ. 1.10,1· ὁ Ἀριστ. ἔγραψε δικαιώματα Ἑλληνίδων πόλεων Ἀποσπ. 569, 571· ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ καὶ ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. Ἐπ. α΄,16. ΙΙ. διαταγή, ἀπόφασις, Ἑβδ. (Γεν. κς΄, 5, Ἐξόδ. ιε΄,26 κ. ἀλλ), Ἐπ. π. Ρωμ. α.32, δ.26, κ. ἀλλ.
English (Strong)
from δικαιόω; an equitable deed; by implication, a statute or decision: judgment, justification, ordinance, righteousness.
English (Thayer)
δικαιώματος, τό (from δικαιόω; ὁ δεδικαίωται or τό δεδικαιωμενον), the Sept. very often for חֹק, חֻקָה, and מִשְׁפָּט; for מִצְוָה, פִּקּוּדִים;
1. that which has been deemed right so as to have the force of law;
a. what has been established and ordained by law, an ordinance: universally, of an appointment of God having the force of law, τοῦ κυρίου, τοῦ νόμου, τό δικαίωμα τοῦ νόμου, collectively, of the (moral) precepts of the same law, δικαιώματα λατρείας, precepts concerning the public worship of God, δικαιώματα σαρκός, laws respecting bodily purity (?) cf. a judicial decision, sentence; of God — either the favorable judgment by which he acquits men and declares them acceptable to him, sentence of condemnation, punishment, Plato, legg. 9,864e.).
2. a righteous act or deed: τά δικαιώματα τῶν ἁγίων, τῶν πατέρων, ἑνός δικαίωμα, the righteous act of one (Christ) in his giving himself up to death, opposed to the first sin of Adam, Aristotle, eth. Nic. 5,7, 7, p. 1135{a}, 12 f καλεῖται δέ μᾶλλον δικαιοπράγημα τό κοινόν, δικαίωμα δέ τό ἐπανόρθωμα τοῦ ἀδικηματος (cf. rhet. 1,13, 1and Cope's note on 1,3, 9)). (Cf. references in δικαιόω.)
Greek Monolingual
το (AM δικαίωμα) δικαιώ
απαίτηση, αξίωση που στηρίζεται στον νόμο, ό,τι δικαιούται κανείς («δικαίωμα ζωής, ελευθερίας»)
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) η εξουσία που παρέχει στο άτομο το εξ αντικειμένου δίκαιο για την ικανοποίηση βιοτικού του συμφέροντος και η οποία είναι εξαναγκαστική για όλους («δικαίωμα νομής ή κυριότητας»)
2. νόμιμη απολαβή μισθού, αμοιβής κ.λπ. («συγγραφικά, ιατρικά, συμβολαιογραφικά κ.λπ. δικαιώματα»)
3. άδεια, ελευθερία, εξουσιοδότηση
(αρχ. -μσν.)
1. στον πληθ. α) τα προνόμια που περιέχονται σε επίσημα έγγραφα
β) τα επίσημα έγγραφα που καθορίζουν αυτά τα προνόμια («χαρτῶα, σεπτά δικαιώματα» — αυτοκρατορικά έγγραφα που αναγνωρίζουν προνόμια)
2. διαταγή, εντολή, απόφαση
αρχ.
1. διόρθωση αδικήματος
2. κρίση, τιμωρία, ζημία, ποινή
3. αξίωση, απαίτηση
4. πιστοποιητικό
5. δικαίωση
6. απόδειξη, επιχείρημα
7. θεσμός, νόμος, διάταξη
8. χρηστότητα, δικαιοσύνη.
Greek Monotonic
δῐκαίωμα: -ατος, τό,
1. ενέργεια μέσω της οποίας επανορθώνεται το άδικο, κρίση, τιμωρία, ποινή, ζημία, σε Πλάτ.
2. αξίωση, απαίτηση, σε Θουκ.· δικαίωση, σε Καινή Διαθήκη
3. διαταγή, απόφαση, διάταγμα, θέσπισμα, στο ίδ.
Middle Liddell
n [from δῐκαιόω]
1. an act by which wrong is set right: —a judgment, punishment, penalty, Plat.
2. a plea of right, Thuc.: justification, NTest.: and
3. an ordinance, decree, NTest.
Chinese
原文音譯:dika⋯wma 笛開哦馬
詞類次數:名詞(10)
原文字根:義(果效) 相當於: (יָשָׁר) (מִשְׁפָּט)
字義溯源:公平的行為,公義判定,公義,義行,要求,誡命,條例,禮儀,稱義;源自(δικαιόω)=定為義或無罪);而 (δικαιόω)出自(δίκαιος)=公平的), (δίκαιος)出自(δίκη / καταδίκη)*=公義)。這字既說到人的義行,也指明神的誡命,條例,和要求
出現次數:總共(10);路(1);羅(5);來(2);啓(2)
譯字彙編:
1) 條例(3) 羅2:26; 來9:1; 來9:10;
2) 義(2) 羅8:4; 啓19:8;
3) 公義(1) 啓15:4;
4) 義行(1) 羅5:18;
5) 稱義(1) 羅5:16;
6) 公義判定(1) 羅1:32;
7) 禮儀(1) 路1:6
English (Woodhouse)
claim, demand, justification, plea, just claim, plea of justice
Lexicon Thucydideum
iusta ratio, causae praesidium, just plea, support of a case, 1.41.1, 5.97.1,
titulus, species, aequitatis confirmatio, excuse, pretense, substantiation of fairness, 6.79.2, 6.80.2.
Translations
decree
Arabic: أَمْر, مَرْسُوم; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman