ἐμμειδιάω

Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A smile in, ὀφθαλμοῖς καὶ παρειαῖς Philostr.Ep.51; to be glad at, πρὸς τὰ ἴχνη, of hounds, X.Cyn.4.3.

German (Pape)

[Seite 808] dabei lächeln, Xen. Cyn. 4, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμειδιάω: μέλλ. -άσω ᾱ, μειδιῶ, προσμειδιῶ, τὸ δὲ σὸν εἶδος ἀεὶ τέθηλεν, ὅθεν ὀφθαλμοῖς ἐμμειδιᾷ καὶ παρειαῖς οἷόν τι ἔαρ τὸ μετόπωρον τοῦ κάλλους Φιλόστρ. Ἐπιστ. 51, τ. 2, σ. 249, 25, ἔκδ. Kayser· χαίρω ἐπί τινι, πρὸς τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 3.