διπλασιάζω

Revision as of 10:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A double, Pl.Lg.920a, Hierocl. in CA20p.465M., etc.: —Pass., Prodic.7, X.Ages.5.1, Ph.2.534; δ. λέγεται διχῶς· ἢ γὰρ τόπον . . μένοντος τοῦ πλήθους τῶν ἀνδρῶν, ἢ τὸν ἀριθμόν Ascl.Tact.10.17; so δ. τὸ βάθος Plb.18.24.8.    2 Gramm., reduplicate, A.D. Pron.62.23, al.:—Pass., Id.Synt.237.23.    b double a consonant, Hdn.Gr.2.932, etc.    3 repeat a metrical phrase, in Pass., Aristid. Quint.1.24.    II intr., to be twice the size of, τινός D.S.4.84; to be doubled in value, Lys.32.25.

Greek (Liddell-Scott)

διπλᾰσιάζω: μέλλ. -άσω, ποιῶ τι διπλάσιον, Λυσ. 211, Πλάτ. Νόμ. 920Α. - Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· πρβλ. διπλάζω. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι διπλάσιος τὸν ὄγκον ἢ τὸ μέγεθος, τινὸς Διόδ. 4. 84.