ἀπρόσπταιστος
English (LSJ)
ον,
A = ἀπρόσκοπος (A), Hp.Ep.17.
German (Pape)
[Seite 339] unverletzt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσπταιστος: -ον, = ἀπρόσκοπος, Ἱππ. 1283. 50.
ον,
A = ἀπρόσκοπος (A), Hp.Ep.17.
[Seite 339] unverletzt, Hippocr.
ἀπρόσπταιστος: -ον, = ἀπρόσκοπος, Ἱππ. 1283. 50.