ἀπρόσπταιστος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ἀπρόσπταιστον, = ἀπρόσκοπος (A), Hp.Ep.17.
Spanish (DGE)
-ον
indemne τὴν γὰρ ὀρθὴν κέλευθον τῆς ἀρετῆς οὐ θεωρεῦσι ... ἀπρόσπταιστον Hp.Ep.17 (p.370)
•ἀπροσπταίστῳ· ἀσκανδαλίστῳ Hsch.
German (Pape)
[Seite 339] unverletzt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσπταιστος: -ον, = ἀπρόσκοπος, Ἱππ. 1283. 50.