ἀδιανοησία
English (LSJ)
ἡ,
A inconceivability, Phld.Sign.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιανοησία: ἡ ἔλλειψις διανοήσεως, Comperz Herk. Studien 1. σ. 46.
ἡ,
A inconceivability, Phld.Sign.38.
ἀδιανοησία: ἡ ἔλλειψις διανοήσεως, Comperz Herk. Studien 1. σ. 46.