ἐχιόδηκτος
English (LSJ)
ον,
A = ἐχιδνόδηκτος, Dsc.1.13,al., Gp.12.30.1; v.l. for ἐχεό-, Str.13.1.14.
German (Pape)
[Seite 1126] = ἐχιδνόδηκτος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιόδηκτος: -ον, = ἐχιδνόδηκτος, Στράβ. 588, Διοσκ. Νόθ. 1. 103.
ον,
A = ἐχιδνόδηκτος, Dsc.1.13,al., Gp.12.30.1; v.l. for ἐχεό-, Str.13.1.14.
[Seite 1126] = ἐχιδνόδηκτος, Diosc.
ἐχιόδηκτος: -ον, = ἐχιδνόδηκτος, Στράβ. 588, Διοσκ. Νόθ. 1. 103.