ἐχιόδηκτος

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχῐόδηκτος Medium diacritics: ἐχιόδηκτος Low diacritics: εχιόδηκτος Capitals: ΕΧΙΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: echiódēktos Transliteration B: echiodēktos Transliteration C: echiodiktos Beta Code: e)xio/dhktos

English (LSJ)

ἐχιόδηκτον, = ἐχιδνόδηκτος, Dsc.1.13,al., Gp.12.30.1; v.l. for ἐχεό-, Str.13.1.14.

German (Pape)

[Seite 1126] = ἐχιδνόδηκτος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιόδηκτος: -ον, = ἐχιδνόδηκτος, Στράβ. 588, Διοσκ. Νόθ. 1. 103.

Greek Monolingual

ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνόδηκτος, οφιόδηκτος].